Από αυτούς ξεχωρίσαμε τέσσερις νεαρούς άντρες. Εγώ, μαζί με ένα υπολοχαγό που λεγόταν Χαϊρί και άλλους 2 λοχίες τους βάλαμε σε ένα μικρό φορτηγάκι που είχαμε πάρει από το χωρίο και τους πήγαμε σε ένα δασάκι ένα χιλιόμετρο μακρυά. Αντιστοιχούσε ένας αιχμάλωτος στον καθένα μας. Μόλις τους βγάλαμε από το αυτοκίνητο, ο υπολοχαγός Χαϊρί σκότωσε πρώτα τον ένα απ’ αυτούς για να μας δώσει θάρρος, ώστε να μπορέσουμε να σκοτώσουμε κι εμείς, οι “πρωτάρηδες”, τους δικούς μας. Μετά στράφηκε σε μένα και μου είπε “Πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για τις έγκυες αδελφές μας που βίασαν οι Έλληνες και για τα Τουρκόπουλα που σκότωσαν ενώ ήταν στις φασκιές” και στη συνέχεια μου ζήτησε να σκοτώσω το δεύτερο, αφού τον ξεχώρισε από τους άλλους.
Ο “δικός” μου ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με γαλάζια μάτια. Αν και πριν από λίγο είδε τον άλλο συγχωριανό του να πεθαίνει, δεν ήταν καθόλου ταραγμένος. Τον πήρα και τον πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί. Ήμουν σε αδιέξοδο και σε αμηχανία. Ο αξιωματικός περίμενε να μας δει να γινόμαστε εκτελεστές. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όμως, παρ’ όλα αυτά δε μπορούσα να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Έψαχνα μια δικαιολογία για να τον σκοτώσω. Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα “Γίνεσαι μουσουλμάνος;” Εκείνος στεκόταν όρθιος με τα χέρια δεμένα και με κοίταζε στα μάτια . Έδειξε να κατάλαβε και σχεδόν χαμογελώντας , κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και μου είπε μια λέξη άγνωστη σ’ εμένα: “οϊ, οϊ”. Κατάλαβα την άρνησή του , η οποία και ήταν η αφορμή που ζητούσα για να σηκώσω το όπλο μου. Έτσι απλά για να μη πέσω στα μάτια του αξιωματικού και των συναδέλφων μου, άδειασα μια ολόκληρη γεμιστήρα πάνω του. Τώρα όμως με τύπτει η συνείδηση και βασανίζομαι γι΄αυτό το έγκλημα. Τα μάτια αυτού του παιδιού και το χαμόγελο του δεν φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου.
Τους άλλους δύο Ελληνοκύπριους τους σκότωσαν οι δύο λοχίες. Αφήνοντας τα πτώματα άταφα, γυρίσαμε στο χωριό΄. Όπως έλεγε ο λοχαγός μας, είχαμε γίνει πια “άνθρωποι του παραδείσου”.Μπορεί να σας φανεί περίεργο, αλλά κάναμε μεγάλες αδικίες και εις βάρος των Τουρκοκυπρίων, τους οποίους υποτίθεται ότι είχαμε πάει να σώσουμε. Οι Τουρκοκύπριες ενώ στην αρχή μας αγκάλιαζαν και μας μοίραζαν φρούτα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα άρχισαν να μας βλέπουν με μίσος και απέχθεια, επειδή είχαμε καταστρέψει την ανεμελιά τους και απλώσαμε χέρι στην τιμή τους. Όταν περνούσαμε μπροστά από τα σπίτια τους , μας έκλειναν τις πόρτες.
Πηγαίναμε στα χωριά Μόρα και Αφάνεια για να προμηθευτούμε νερό και οι Τουρκοκύπριοι , που στην αρχή ανταγωνίζονταν για το ποιος θα μας εξυπηρετούσε γρηγορότερα, τώρα, εξαιτίας της ανηθικότητας και των ασελγειών μας , φώναζαν “Να πάτε στο διάβολο!” Μια γυναίκα μας φώναξε “Ήρθατε να μας σώσετε ή να μας ατιμάσετε;”(…)Οι μεγαλύτερες κτηνωδίες έγιναν στο χωριό Τύμπου. Δεν συναντήσαμε καμιά αντίσταση. Όταν οι κάτοικοι καταλάβαιναν ότι ερχόμαστε, όπως ανέφερα, άφηναν το γεύμα τους πάνω στο τραπέζι και το έσκαγαν. Δεν φρόντιζαν να φύγουν πιο νωρίς και δεν έπαιρναν καμία προφύλαξη. Δεν καταλαβαίνω βρε αδελφέ μου , πώς ήταν τόσο αμέριμνοι!
Το χωριό ήταν σχεδόν άδειο όταν φτάσαμε. Στην αυλή ενός σπιτιού υπήρχε μια κληματαριά. Κάθισα να ξεκουραστώ κάτω από τη σκιά της και δοκίμασα τα σταφύλια της, που ήταν, από ό,τι θυμάμαι , πολύ νόστιμα. Ξαφνικά ακούστηκαν ριπές από ένα αυτόματο και αμέσως μετά μια φωνή “Σκότωσα Διοικητά μου! Σκότωσα!” Πήγα προς το μέρος που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και ήρθα αντιμέτωπος με ένα φρικτό θέαμα. Είχαν αδειάσει δύο γεμιστήρες στη μήτρα μιας νεαρής γυναίκας που τα χέρια της ήταν δεμένα πισθάγκωνα και τα πόδια της ανοικτά. Η κοπέλα ήταν ευτραφής, με τα χέρια της δυσανάλογα μικρά ως προς το σώμα της. Έμοιαζε να ήταν με άτομο με ειδικές ανάγκες. Ζούσε ακόμα όταν τη πλησίασα .Σάλευε ελαφρά και από τη μήτρα της έτρεχαν τα αίματα πηχτά , κόμπους κομπους σαν μαύρα σταφύλια. Σε λίγο το φως έσβησε από τα μάτια της.Ο φίλος μου ο Νετζιατίν, μόνιμος υπαξιωματικός, μου διηγήθηκε αργότερα με δάκρυα στα μάτια μια άλλη θηριωδία που έλαβε χώρα στο ίδιο χωριό : το διπλό βιασμό μιας Ελληνοκύπριας μπροστά στη μάνα και το παιδί της. Τη βίαζαν συγχρόνως δύο αξιωματικοί , τους οποίους μάλιστα ο Νετζιατίν τους γνώριζε ΄καλά. Αυτό το περιστατικό είχε γίνει ο εφιάλτης του…”
Από το βιβλίο του Ρόνι Αλάσορ : Διαταγή “Εκτελέστε τους Αιχμαλώτους!”, Εκδόσεις Καστανιώτη που κυκλοφόρησε το 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου